Κόκκου

Κόκκου
Κόκκος
grain
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κόκκου — κόκκος grain masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδοσπέρμιο — Τμήμα του σπέρματος των αγγειοσπέρμων φυτών, που συνοδεύει ή περιέχει το έμβρυο. Είναι αποταμιευτικός ιστός και προέρχεται από την τριπλή διαίρεση του πυρήνα του ωαρίου. Πολλές φορές το ε. αποδιοργανώνεται πριν το σπέρμα ωριμάσει. Στην περίπτωση… …   Dictionary of Greek

  • στάρι ή σιτάρι — (Τρίτικον ή Σίτος ο κοινός). Το πιο γνωστό και διαδομένο από τα γεωργικά φυτά. Το σπέρμα του αποτελεί τη βάση της διατροφής του μεγαλύτερου μέρους των πολιτισμένων λαών και το ξηρό στέλεχος του (το άχυρο) χρησιμοποιείται για τροφή και στρωμνή των …   Dictionary of Greek

  • CUSCULIA — apud Plinium, l. 16. c. 8. ex Graeco Κοσκύλια, grana sunt κόκκου βαφικῆς, cocci tinctoriae, quae cum scateant intus parvis vermiculis, quorum sanies coccino tingendo praeclara est, et eximium illum colorem, quem nos miramur et adorârunt Veteres,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PANNI — pro institis: Ita tunica Iosephi Gen. c. 37. v. 3. et 34. quam Graeci Interpres ποικίλον χιτῶνα reddiderunt, Latinus polymitam; Hieronym. modo polymitam, modo variam: in paraphrasi Ionathanis, Paragoda nominatur. Dicebatur autem sic vestis,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • κέγχρωμα — κέγχρωμα, τὸ (Α) 1. καθετί που έχει το μέγεθος τού κόκκου τού κεχριού 2. στον πληθ. τὰ κεχρώματα οπές στην περιφέρεια τής ασπίδας απ όπου ο μαχητής έβλεπε τον εχθρό χωρίς να εκθέτει σε κίνδυνο το πρόσωπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • κοκκωτός — ή, ό (AM κοκκωτός, ή, όν) [κόκκος] νεοελλ. μσν. αυτός που αποτελείται από κόκκους, σπυρωτός, κοκκώδης μσν. κατάστικτος, πιτσιλωτός αρχ. 1. αυτός που έχει σχήμα κόκκου 2. το ουδ. ως ουσ. τό κοκκωτόν ο καρπός τής ροδιάς, το ρόδι …   Dictionary of Greek

  • προπυρήνας — ο, Ν βιολ. 1. ο πυρήνας ενός γεννητικού κυττάρου ωαρίου, σπερματοζωαρίου ή κόκκου γύρεως, που έχει τον μισό αριθμό χρωματοσωμάτων τού είδους 2. φρ. α) «θηλυκός προπυρήνας» ο πυρήνας τού ωαρίου, που καταλαμβάνει το κέντρο του μετά την απελευθέρωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”